- τυλωτός
- τῠλ-ωτός, ή, όν,A knobbed,
ῥόπαλα Hdt.7.69
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥόπαλα Hdt.7.69
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυλωτός — ή, όν, Α [τυλῶ] (κυρίως για ρόπαλο) γεμάτος τύλους, γεμάτος κόμπους («ῥόπαλα τυλωτά», Ηροδ.) … Dictionary of Greek
τυλωτά — τυλωτός knobbed neut nom/voc/acc pl τυλωτά̱ , τυλωτός knobbed fem nom/voc/acc dual τυλωτά̱ , τυλωτός knobbed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)